- ἐνεπτόητο
- ἐν-πτοέωterrifyplup ind mp 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εμπτοούμαι — ἐμπτοοῡμαι (Α) 1. πτοούμαι, ταράζομαι 2. μτφ. συναρπάζομαι από σφοδρό πάθος (έρωτα κ.λπ.) («ἐνεπτόητο ή Ἀφροδίτη πρὸς Ἄδωνιν», Χορίκ.) … Dictionary of Greek